- ἄχολον
- ἄχολοςlacking gallmasc/fem acc sgἄχολοςlacking gallneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Nepenthe — For other meanings of nepenthe , see Nepenthe (disambiguation). Nepenthe /nɨˈ … Wikipedia
Непенф — Cтеклянный флакон, Древний Египет, Новое царство Непенф, непент, непента, непентес (греч … Википедия
άχολος — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821. 1. Παναγιώτης. Καταγόταν από τον Πύργο της Ηλείας και προερχόταν από οικογένεια δημογερόντων. Πολέμησε, ως καπετάνιος, στο Μεσολόγγι και ακολούθησε τον Νικηταρά σε πολλές μάχες. Αντιμετώπισε τους Αιγυπτίους … Dictionary of Greek
επίληθος — ἐπίληθος, ον (Α) [επιλήθω] αυτός που φέρνει τη λήθη («νηπενθές τ’ ἄχολόν τε, κακῶν ἐπίληθον», Ομ. Οδ.) … Dictionary of Greek